- ἐπωνυμίαν
- ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνύμιοςcalled afterfem acc sg (attic doric aeolic)ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνυμίαderivedfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… … Dictionary of Greek
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
TITYRUS — Hic nomen peperit fistulae cantus, cui vacabat. Aristophan. enim καλαμίνην σύριγγα dixit, quam Dorienses Τιτύρινον vocant. Athen. l. 4. ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ι᾿ταλία Δωριεῦσι. Grammatici veteres notant hircum… … Hofmann J. Lexicon universale
αειρείτη — ἀειρείτη, η (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. ἀρετή «Εἰ δ ἐπὶ τούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἄν εἴη, σημαῑνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι… … Dictionary of Greek
επωνύμιος — ἐπωνύμιος, ία, ον (Α) [επώνυμος] επώνυμος, αυτός που πήρε το όνομα από κάτι («ἐπωνυμίαν χάριν νίκας», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
κλώδωνες — Ονομασία, στη Μακεδονία, των γυναικών που συμμετείχαν στα ορφικά και διονυσιακά όργια. Οι Κ. ονομάζονταν και Μιμαλλόνες. * * * κλώδωνες, αἱ (Α) μακεδονική επωνυμία τών Μαινάδων («αἱ τῇδε γυναῖκες... Κλώδωνές τε καὶ Μιμαλλόνες ἐπωνυμίαν ἔχουσαι»,… … Dictionary of Greek
λιξ — (I) λίξ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «πλάγιος, και λίθος πλατύς» 2. «πνευμονία, νόσος «. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λίγξ «πλάγιος»]. (II) λίξ (Α) συμβολική μαγική λέξη στην εφεσιακή λογοτεχνία («Ἀνδροκύδης... ὁ Πυθαγορικὸς τὰ Ἐφέσια...… … Dictionary of Greek
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
πυρρικός — ή, όν, Α [πυρρός] 1. πύρρειος 2. ονομασία είδους προβάτων («τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά, τὴν ἐπωνυμίαν... ἔχοντα ἀπὸ Πύρρου τοῡ βασιλέως», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek